- επιχάλκωση
- ηεπικάλυψη μιας επιφάνειας με στρώμα χαλκού, το γαλβάνισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. επιχάλκωσις μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιχάλκωση — η 1. επιχάλκωμα (βλ. λ.). 2. η επικάλυψη μετάλλινων ή γύψινων αντικειμένων με λεπτό στρώμα χαλκού, η οποία γίνεται με ηλεκτρόλυση, το γαλβάνισμα. 3. το φαινόμενο του σχηματισμού χάλκινου στρώματος στην κάννη των πυροβόλων όπλων. 4. η εργασία για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπακίρωμα — το [μπακιρώνω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού μπακιρώνω, επιχάλκωση … Dictionary of Greek
γαλβανοπλαστική — Το σύνολο των μεθόδων με τις οποίες επιδιώκεται η μόνιμη εναπόθεση ενός συνεκτικού στρώματος μετάλλου πάνω σε ένα άλλο μέταλλο με τη χρήση ηλεκτρόλυσης. Ονομάζεται επίσης γαλβανοστεγίαγαλβανική επιμετάλλευση και έχει τις εξής εφαρμογές:… … Dictionary of Greek
επιχάλκωμα — το, ατος 1. η επένδυση αντικειμένου με χαλκό, η επιχάλκωση, το μπακίρωμα. 2. το χάλκινο επικάλυμμα αντικειμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)